- τριφυεῖς
- τριφυήςof threefold formmasc/fem acc plτριφυήςof threefold formmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γομφίοι — Δόντια που ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας της ομοιότητας τους με τον γόμφο (χοντρό καρφί). Συνολικά, οι γ. είναι είκοσι. Από αυτούς οι δύο πρώτοι, που βρίσκονται μετά τον κυνόδοντα, λέγονται προγόμφιοιπρομυλίτες (οκτώ συνολικά σε κάθε σαγόνι).… … Dictionary of Greek